accrual basis accounting - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

accrual basis accounting - translation to Αγγλικά

IN FINANCE, ADDING TOGETHER OF INTEREST OR DIFFERENT INVESTMENTS OVER A PERIOD OF TIME
Accrual basis accounting; Accruals Concept; Accrual accounting; Accrued Expense; Accrued revenue; Accrue; Accrued benefit; Accrued benefits; Accrued Benefits; Accruals; Accrual basis; Accrued expense; Accrued income; Accrued Revenue; Acrrual; Accrued expenses

accrual basis accounting         

бухгалтерский учет

метод начисления [начислений]

учет методом начисления (метод бухгалтерского учета, при котором факты хозяйственной деятельности организации относятся к тому отчетному периоду, в котором они имели место, независимо от фактического времени поступления или выплаты денежных средств, связанных с этими фактами)

синоним

accrual basis; accrual base; accrual basis of accounting; accrual system; accrual method

accrual basis accounting         
метод начислений при учёте доходов и издержек на счетах; запись доходов и издержек в момент завершения операции
accrued expense         

Смотрите также

accrued liability

Ορισμός

accrue
[?'kru:]
¦ verb (accrues, accruing, accrued)
1. (of a benefit or sum of money) be received in regular or increasing amounts.
2. make provision for (a charge) at the end of a financial period.
Derivatives
accrual noun
Origin
ME: from OFr. acreue, past participle of acreistre 'increase', from L. accrescere (see accrete).

Βικιπαίδεια

Accrual

In finance, an accrual (accumulation) of something is the adding together of interest or different investments over a period of time.

Μετάφραση του &#39accrual basis accounting&#39 σε Ρωσικά